- οξιά
- Δέντρο της οικογένειας των φηγιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία της είναι φηγός η δασική. Υπερβαίνει συχνά τα 30 μ. σε ύψος και σχηματίζει θαυμάσια δάση στις πλαγιές των βουνών στο μεγαλύτερο μέρος της εύκρατης ζώνης. Στην Ελλάδα σχηματίζει πυκνοφυή μεγάλα δάση στα βουνά της Στερεάς, της Θεσσαλίας και της βόρειας Ελλάδας. Έχει κορμό λείο, ομαλό, με φλοιό λεπτό, γκριζωπό, κόμη πλατιά, που αφήνει να περνά το φως. Τα φύλλα είναι ωοειδή, οδοντωτά, κυματιστά, χνουδωτά στα χείλη και έχουν χρώμα ανοιχτό πράσινο, σχεδόν κίτρινο, όταν είναι νεαρά, πράσινο σκούρο και γυαλιστερό αργότερα, που γίνεται κατά το φθινόπωρο κόκκινο, σχεδόν αιματόχρωμο και δίνει στο δάσος ανταύγειες φλόγας, ιδίως καθώς διαπερνάται από τις ακτίνες του ήλιου. Τα άνθη δεν έχουν εντυπωσιακή όψη· τα άρρενα είναι ενωμένα κατά μακρόμισχους σφαιρικούς ίουλους και τα θήλεα ανά 2-3 μέσα σε ένα κοκκινωπό κύπελλο. Κατά τον Οκτώβριο ωριμάζουν οι καρποί, που είναι κλεισμένοι σε καρποφόρο περίβλημα (κύπελλο), αγκαθωτό, το οποίο μπορεί να ανοίγει με 4-6 ανοίγματα, αφήνοντας να πέσουν δύο γωνιώδη, τριγωνικά σπέρματα (κάρυα). Τα σπέρματα αυτά, πολύ πλούσια σε άμυλο και ελαιούχες ουσίες, αποτελούν τροφή για της χοίρους και από αυτά εξάγεται ένα έλαιο που έχει την ιδιότητα να μην ταγγίζει και χρησιμοποιείται ως φωτιστικό ή ως εδώδιμο.
Το ξύλο της ο. έχει πολλές χρήσεις: ως καύσιμη ύλη, παράγει εξαιρετικό κάρβουνο, ενώ η ξυλεία από οξυές με ψηλό κορμό, αφού πρώτα υποστεί στέγνωμα για να ελαττωθεί το μειονέκτημα της ελαστικότητας, είναι κατάλληλη για την επιπλοποιία, την τορνευτική κλπ.
Σπουδαία είναι και η χρήση στη φαρμακευτική του κρεοζώτου, ως αποχρεμπτικού βακτηριοστατικού, το οποίο παράγεται κατά την ξηρή απόσταξη του ξύλου της ο.
Η φηγός η ανατολική έχει μικρότερο ύψος (μέχρι 20 μ.) και κόμη πυραμιδοειδή. Συναντάται στα δάση που σχηματίζει η προηγούμενη στη βορειοηπειρωτική Ελλάδα και στη Μικρά Ασία.
Τα συγγενή είδη: φηγός η πορφυρόχροη, με φύλλα πορφυρόχροα, φηγός η σκωριόχροη και φηγός η ποικιλόχροη, χρησιμοποιούνται συχνά ως καλλωπιστικά φυτά, σε κήπους ή σε δεντροστοιχίες.
Η οξυά είναι πολύ (Φηγός η δασική), διαδεδοομένη στην Ευρώπη και στη δυτική Ασία. Στην Ελλάδα σχηματίζει πυκνά δάση στα βουνά της Στερεάς, Θεσσαλίας και της βόρειας Ελλάδας. Το ύψος της υπερβαίνει και τα 30 μ. και το ξύλο της χρησιμοποιείται ως καυσιμη ύλη γιατί παράγει εξαίρετης ποιότητας κάρβουνο.
* * *και οξυά, η (Α ὀξύα και ιων. τ. ὀξύη και μτγν. ὀξέα)κοινή σήμερα ονομασία τών ειδών φυλλοβόλων δένδρων που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στο γένος Fagus τής οικογένειας φηγίδεςνεοελλ.1. το λευκό ξύλο που προέρχεται από το παραπάνω δασικό δέντρο και είναι κατάλληλο για την ξυλουργική και την επιπλοποιία2. είδος αρπακτικού πτηνούαρχ.στέλεχος δόρατος από ξύλο τού παραπάνω δέντρου («τεύχη κόμιζε, χειρὶ δ' ἔνθες ὀξύην», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχικός τ. με σημ. «οξιά» αντικαταστάθηκε στην Ελληνική από τον τ. φηγός «βαλανιδιά» (βλ. λ. φηγός), ενώ ο τ. ὀξύα, σχηματισμένος κατ' επίδραση τού επιθ. ὀξύς (πρβλ. ὀξίνα), ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *ōs/ ōs-i-s / ōs-en με σημ. «μελία» και συνδέεται με αλβ. ah με σημ. «οξιά», όπως και στην Ελληνική, αρμ. haci «μελία», αρχ. άνω γερμ. ask και αγγλοσαξ. aesc «μελία». Ο μτγν. τ. ὀξέα έχει σχηματιστεί κατά τα ἰτέα, μηλέα, ενώ ο νεοελλ. τ. οξιά έχει προέλθει με συνίζηση από τον τ. ὀξέα (πρβλ. μηλέα > μηλιά). Ως προς την ορθογραφία τής λ. είναι φανερό ότι η μεν γραφή τής λ. με -υ- (που είναι και ο αρχαιότερος τύπος) ερμηνεύεται από την παρετυμολογική σύνδεση τού αρχικού τ. τής λ. με το θηλ. τού επιθ. ὀξύς, ενώ ως κρατούσα ορθογραφία σήμερα μπορεί να θεωρηθεί η γραφή με -ι (οξιά), μια και ο ήδη αρχαίος (μεταγενέστερος) τ. ὀξέα κατά τα πολλά ονόματα δένδρων σε -εα εξελίχθηκε σε -ια με συνίζηση: μηλέα > μηλιά, ἐλαία > ελιά, πτελέα > φτελιάάρα και ὀξέα > οξιά].
Dictionary of Greek. 2013.